Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Κάθε βράδυ

  

Κάθε βράδυ περιμένει να περάσει η ώρα. Να έρθουν τα ξημερώματα. Να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Να φτάσει η στιγμή όπου η τελευταία παρέα θα σηκωθεί απ' το τραπέζι. Η στιγμή όπου με μελαγχολία θα κλείσει η νυχτερινή αυτή συζήτηση των θαμώνων. Τότε που θα πουν πως έτσι είναι η ζωή. Αυτά έχει. Και τότε αυτός θα τους χαιρετίσει, θα κατεβάσει τα ρολά, θα κλείσει την πόρτα και θα κλειδώσει. Θα επιστρέψει στο τραπέζι για να μαζέψει τα ποτήρια τους, τις μισολερωμένες χαρτοπετσέτες, τα ψίχουλα. Και μετά θα σβήσει τα πολλά φώτα. Θα αφήσει αναμμένο μονάχα εκείνο το μικρό φωτιστικό δαπέδου. Που αρκεί για να φωτίσει το τραπεζάκι στη γωνία. Θα τραβήξει αργά την καρέκλα και θα κάτσει με μια καποια ανασφάλεια. Ένας λυγμός θα κατέβει στο λαιμό του και η αναπνοή θα γίνει κοφτή και γρήγορη. Θα βγάλει απ' την τσέπη τις φωτογραφίες της. Θα τις κοιτάξει. Όμορφη όπως πάντα, όπως κάθε ξημέρωμα. Θα τον κοιτά κι αυτή μέσα από το φωτογραφικό χαρτί. Τα μάτια της θα βρίσκουν τα δικά του. Το δικό της βελούδινο πρόσωπο θα βρίσκει τις βαθιές ρυτίδες του. Σιωπή. Εκκωφαντική σιωπή. Πώς πέρασαν τόσα χρόνια; Πώς ξοδεύτηκε μια ζωή μέσα σε κόσμο και κοινονικότητες για να μοιάζει γεμάτη... Πώς χάθηκε ο παράδεισος που ακούμπησα με τα ακροδάχτυλα και γεύτηκα με την καρδιά μου... Πότε βρεθήκαμε, πότε χαθήκαμε... Έβαλε τις φωτογραφίες στην τσέπη του. Σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε. Κοίταξε ψηλά. Κάπου θα ξαναβρεθούμε. Από ξημέρωμα σε ξημέρωμα μέχρι και η αιωνιότητα περνά. Γι' αυτό, κάθε βράδυ περιμένει να περάσει η ώρα. Να έρθουν τα ξημερώματα. Να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Η Διαδρομή



Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο αέρας ήταν ψυχρός. Ο ορίζοντας θολός. Σημάδι πως τα τζάκια έκαιγαν. Κάνοντας τα πρώτα βήματα εισέπνευσε το κρύο. Αυτό ήταν καλό. Καθάριζε το μυαλό της. Πάνε μέρες, τώρα, που οι σκέψεις έρχονταν με ταχείς ρυθμούς. Εμμονικές και αμείλικτες. Πόσο να αντέξει ακόμα αυτό το μυαλό; Μακάρι να υπήρχε ένας διακόπτης, να το έσβηνε για λίγο. Να ηρεμούσε. Ο αέρας και τα βήματα βοηθούσαν. Οι άνθρωποι πασχίζουμε να εκφράσουμε την κανονικότητά  μας σε έναν κόσμο εντελώς μη κανονικό, σκέφτηκε. Αντιστρόφως ανάλογα ποσά. Πού τελειώνουμε εμείς και πού ξεκινά ο κόσμος; Οι διαβάτες την προσπερνούσαν. Τα πρόσωπα μουντά. Τα κεφάλια χαμηλά. Χαμένοι κι αυτοί στις σκέψεις τους. Γρήγορα βήματα, μηχανικά. Διαδρομές με προορισμούς. Όμως εκείνη, σήμερα, δεν είχε προορισμό. Απλά πήγαινε. Απλά προχωρούσε. Φωτάκια παντού, οι δρόμοι στολισμένοι. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Όλοι τα περίμεναν, μηχανικά, σα να ήταν προγραμματισμένοι. Σε δέκα μέρες, σε εννιά μέρες, σε οχτώ μέρες... Μια αντίστροφη μέτρηση χωρίς πολύ νόημα. Ίδια κάθε χρόνο. Κι εκείνη προχωρούσε. Ώσπου έφτασε σε ένα καφέ. Μπήκε μέσα. Μόνη. Καμιά φορά η μοναξιά είναι η καλύτερη συντροφιά. Υπάρχουν κι αυτές οι πυρηνικές αλήθειες που μόνο στον εαυτό σου  μπορείς να τις πεις. Μόνο με αυτόν μπορείς να τις μοιραστείς. Και μόνο απ’ αυτόν μπορείς να πάρεις απάντηση, συλλογίστηκε. Έχει κάποιο νόημα αυτό; Έχει νόημα ό,τι δε μοιράζεσαι; Μίζερο. Κι όμως, υπάρχουν πράγματα που κανένας δε θα καταλάβαινε... Κανένας δε θα σου αναγνώριζε. Όχι, τουλάχιστον, αν δε τα είχες εσύ βαθιά συνειδητοποιήσει. Κάθισε σε ένα απόμερο τραπεζάκι. Στη γωνία. Δίπλα στον καλόγηρο με τα κρεμασμένα πανωφόρια. Παρήγγειλε έναν καφέ. Έβγαλε από την τσάντα της το βιβλίο. Το άνοιξε στο σημείο όπου είχε τοποθετήσει τον σελιδοδείκτη. Ήταν η Πτώση του Καμύ. Ο καφές ήρθε. Ήταν αχνιστός. Ελπίζω να μην είναι πολύ νερωμένος, μονολόγησε και ήπιε μια γουλιά. Ήταν καλός. Ακούμπησε την κούπα στο τραπέζι με μια αίσθηση προσμονής. Έπιασε το βιβλίο και ξαναδιάβασε τις υπογραμμισμένες φράσεις. Ποια είναι, άραγε, η σωστή πλευρά της ζωής;

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Ο Δεκέμβρης κι η βροχή.



Ο Δεκέμβρης κι η βροχή. Η μουσική. Τα πλήκτρα του πιάνου που σπάνε τη σιωπή του χώρου και τη βοή του μυαλού. Οι σκόρπιες σκέψεις. Οι χιλιομετρικές αποστάσεις. Πού ταξιδεύεις πάλι; Πού χάνεσαι; Κάποτε νόμιζες ότι σε είχες. Πως σε κρατούσες σφιχτά και σταθερά. Πως βάδιζες γενναία. Πού πήγαινες; Πού νόμιζες πως πήγαινες;

Και τώρα; Τώρα τί; Σα να σταμάτησε ο χρόνος. Ή σα να ήταν πάντα σταματημένος. Σα να βάδιζες ενώ δε βάδιζες. Σα να ήσουν ενώ δεν ήσουν.

Και τώρα τί;

Ο Δεκέμβρης κι η βροχή. Και σταγόνες που τρέχουν στο τζάμι. Και η μουσική. Και η λαχτάρα στην καρδιά γι’ αυτό που θα έρθει. Γι’ αυτό που πρέπει  να έρθει.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...