Κάθε βράδυ περιμένει να περάσει η ώρα. Να έρθουν τα ξημερώματα. Να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Να φτάσει η στιγμή όπου η τελευταία παρέα θα σηκωθεί απ' το τραπέζι. Η στιγμή όπου με μελαγχολία θα κλείσει η νυχτερινή αυτή συζήτηση των θαμώνων. Τότε που θα πουν πως έτσι είναι η ζωή. Αυτά έχει. Και τότε αυτός θα τους χαιρετίσει, θα κατεβάσει τα ρολά, θα κλείσει την πόρτα και θα κλειδώσει. Θα επιστρέψει στο τραπέζι για να μαζέψει τα ποτήρια τους, τις μισολερωμένες χαρτοπετσέτες, τα ψίχουλα. Και μετά θα σβήσει τα πολλά φώτα. Θα αφήσει αναμμένο μονάχα εκείνο το μικρό φωτιστικό δαπέδου. Που αρκεί για να φωτίσει το τραπεζάκι στη γωνία. Θα τραβήξει αργά την καρέκλα και θα κάτσει με μια καποια ανασφάλεια. Ένας λυγμός θα κατέβει στο λαιμό του και η αναπνοή θα γίνει κοφτή και γρήγορη. Θα βγάλει απ' την τσέπη τις φωτογραφίες της. Θα τις κοιτάξει. Όμορφη όπως πάντα, όπως κάθε ξημέρωμα. Θα τον κοιτά κι αυτή μέσα από το φωτογραφικό χαρτί. Τα μάτια της θα βρίσκουν τα δικά του. Το δικό της βελούδινο πρόσωπο θα βρίσκει τις βαθιές ρυτίδες του. Σιωπή. Εκκωφαντική σιωπή. Πώς πέρασαν τόσα χρόνια; Πώς ξοδεύτηκε μια ζωή μέσα σε κόσμο και κοινονικότητες για να μοιάζει γεμάτη... Πώς χάθηκε ο παράδεισος που ακούμπησα με τα ακροδάχτυλα και γεύτηκα με την καρδιά μου... Πότε βρεθήκαμε, πότε χαθήκαμε... Έβαλε τις φωτογραφίες στην τσέπη του. Σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε. Κοίταξε ψηλά. Κάπου θα ξαναβρεθούμε. Από ξημέρωμα σε ξημέρωμα μέχρι και η αιωνιότητα περνά. Γι' αυτό, κάθε βράδυ περιμένει να περάσει η ώρα. Να έρθουν τα ξημερώματα. Να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου