Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά, του Patrick Modiano


Συγγραφέας: Patrick Modiano
Εκδόσεις: Πόλις
Μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου
Σελίδες: 196



O πρωταγωνιστής του βιβλίου του Γάλλου νομπελίστα συγγραφέα, Patrick Modiano, είναι ο Ζαν Νταραγκάν, ένας καταξιωμένος ηλικιωμένος συγγραφέας που ζει μοναχικά στο Παρίσι. Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τον Ζιλ Οττολινί είναι αρκετό για να ανατρέψει την άνετη ζωή του. Η απώλεια της ατζέντας του θα τον φέρει σε επαφή τόσο με τον μυστηριώδη τζογαδόρο, ο οποίος του ζητά πληροφορίες για κάποιο όνομα που είναι καταχωρημένο σε αυτήν όσο και με τη φίλη του, Σαντάλ Ντριππέ. Η γνωριμία μαζί τους θα τον παρακινήσει να αναζητήσει στοιχεία από έναν φόνο που έγινε στο μακρινό παρελθόν, όταν μεγάλωνε κοντά σε ανθρώπους της νύχτας και με τη φροντίδα της Αννί Αστράν, μιας νεαρής κοπέλας που εργαζόταν σε καμπαρέ.

 Στο μυθιστόρημα κυριαρχεί το μοτίβο της συνεχούς μεταφοράς στο χρόνο: από την περίοδο που ο Νταραγκάν ήταν επτά χρονών και είχε εγκαταλειφθεί από τη μητέρα του μέχρι το παρόν. Στο επίκεντρο τίθεται η επανεμφάνιση του αισθήματος της εγκατάλειψης μέσα από τη λήθη των νεανικών χρόνων. Η εξερεύνηση του μυστηρίου της μνήμης και της αληθινής ταυτότητας του ώριμου πια Νταραγκάν πραγματοποιείται χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.

  Η ανάγκη για συμπλήρωση του παζλ του παρελθόντος, η μελαγχολία του πρωταγωνιστή και η αίσθηση του ανεκπλήρωτου προβάλλεται μέσα από ένα πλέγμα φιλμ νουάρ εικόνων. Από την άλλη πλευρά, η λεπτομερής περιγραφή τοποθεσιών δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση της εντοπιότητας.
        
 Παρόλα αυτά, από την αρχή του βιβλίου φανερώνεται η δυσκολία της λύσης του μυστηρίου. Ο γερασμένος κι άνετος με την παροντική ζωή του, Νταραγκάν, αρχίζει μία έρευνα που γνωρίζει ότι δε θα φέρει εις πέρας. Το μόνο που επιδιώκει συνειδητά είναι να ανασύρει στη μνήμη του στιγμές του ανεκπλήρωτου έρωτα με την Αννί Αστράν, καθώς οι παλιές υποθέσεις που αναδύονται στην επιφάνεια δεν είναι πλέον δυνατό να διαλευκανθούν. Οι Οττολινί και Ντριππέ, εξάλλου, «εξαφανίζονται» από τον συγγραφέα μετά το πρώτο μισό του μυθιστορήματος, προκειμένου ο Νταραγκάν να επιχειρήσει (μάταια) να επιλύσει τις εσωτερικές του διαμάχες.
        
Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας που επιχειρεί να διεισδύσει στα άδυτα του ψυχισμού του ανθρώπου, να θέσει ερωτήματα ταυτότητας και να φωτίσει τις σκιώδεις πλευρές του ασυνείδητου. Σε μία χρονική στιγμή που όλα στη ζωή μοιάζουν να είναι διευθετημένα, εμφανίζεται μπροστά μας το παρελθόν, ενσαρκωμένο με το πρόσωπο της απώλειας κι ανατρέπει τα πάντα.
    
του Θοδωρή Μπόνη

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Σκόρπισμα.



                  Σκορπίστηκα. Από δω κι από κει.
                  Κι εκχώρησα τις δυνάμεις μου αλλού.
                  Και παρέστηνα τον μάρτυρα, παρακαλώντας να μ’ εκμεταλλευτούν.

                  Σκορπίστηκα. Κι έχασα χρόνο κι ενέργεια.
                  Κι έχασα εμένα. Σα να μη με είχα ποτέ.
                  Κι απογοητεύτηκα. Και θύμωσα χωρίς αιτία.
                  Χωρίς ουσία.
  
                  Το ίδιο κάνεις κι εσύ.
                  Κι επιτρέπεις στους άλλους να κάνουν λάθη απέναντί σου.

                  Ακόμα να καταλάβεις πως οι κοινωνίες τρέφονται απ’ το σκόρπισμά σου;

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Εκλογές. Πάλι.

          


           Εκλογές. Πάλι. Την Κυριακή. Τί ψηφίζουμε τώρα; Τί κάνουμε; Πού πάμε; Έχει κανείς την παραμικρή ιδέα; Προσπαθούμε να καταλάβουμε τί στο διάολο μας συμβαίνει. Κι ενώ μερικές φορές είναι πολύ ξεκάθαρο, την έχουμε πατήσει για τα καλά από κουτοπονηριά δεκαετιών, ψευτομαγκιά, κοντόφθαλμες νοοτροπίες που είχαν ημερομηνία λήξης με γαρνιτούρα μια ωραία διάθεση εκμετάλλευσης και εφαρμογές πρακτικών σε χώρες πειραματόζωα σαν κι εμάς από μια Ευρώπη που διατείνεται πως είναι «Ευρώπη των λαών», άλλες φορές δεν καταλαβαίνουμε τί συμβαίνει. Ακροβατούμε σε ένα σχοινί, ναρκωμένοι από τη μεγάλη δόση Βουλής που πήραμε φέτος και την πολιτική, στην οποία νομίζουμε ότι γίναμε ειδήμονες. Όμορφα.
            Και τώρα κάτι πρέπει πάλι να ψηφίσουμε. Να εμπιστευτούμε κάποιον δε γίνεται. Αυτό τελείωσε. Αλλά κάτι πρέπει να ρίξουμε στην κάλπη. Κάποιο ψηφοδέλτιο, λευκό, άκυρο. Να μην πάμε καθόλου; Δεν ξέρω... Μας εμπαίζουν, ναι, αυτό σίγουρα. Αλλά και το να μην πάμε καθόλου δεν ξέρω αν είναι σωστό. Τί κάνουμε λοιπόν; Θα πάρουμε τα πόδια μας πάλι και θα κάνουμε τη γνώριμη διαδρομή για το εκλογικό κέντρο. Και ό,τι μας έρθει να ρίξουμε εκείνη τη στιγμή; Επικίνδυνο κι αυτό. Κάποια ψηφοδέλτια δεν πρέπει να μπουν στο φάκελο. Τί κάνουμε λοιπόν;
            Για κάθε ηλικία είναι άσχημο αυτό που συμβαίνει. Αδιέξοδο. Γεμάτο ανασφάλεια. Για τους νέους, επειδή μπορώ να μιλήσω από εμπειρία, η λέξη που μπορεί να το περιγράψει είναι το «σάπιο». Σάπιο κράτος, σάπιο σύστημα, σάπια κατάσταση. Σάπια κωλοχώρα, σάπια κωλοευρώπη, μερικές φορές... Σαπίλα. Να μείνεις να κάνεις τί; Ειδικά αν έχεις κουραστεί να ψάχνεις. Να φύγεις να πας πού και να κάνεις τί συγκεκριμένα; Ειδικά αν δεν ξεκινήσεις και με ένα κάποιο προσωπικό budget. Και για τις δύο περιπτώσεις μπορούμε να βρούμε θετικά και αρνητικά. Μια τέτοια απόφαση είναι καθαρά προσωπική και δεν υπάρχουν συνταγές. Και ναι, ο καθένας θα βρει εν τέλει το δρόμο του και κανείς δε χάνεται. Με πιάνει μερικές φορές κατά τόπους αισιοδοξία.
            Και εμείς οι νέοι τί φταίμε; Η δική μας γενιά δεν πρόλαβε να κλέψει, δε πρόλαβε να ρημάξει, δεν έκανε κακό στη χώρα. Τί φταίει να τα πληρώνει όλα αυτά; Αλλά κάποτε κι άλλοι υπήρξαν νέοι και διεκδικούσαν το δίκιο τους απέναντι στο άδικο προηγούμενων γενεών. Και τελικά έγιναν κι αυτοί κατεστημένο. Και πάντα θα υπάρχουν νέοι και πάντα θα διεκδικούν το δίκαιο. Αλλά πάντα, όμως, βασιλεύει το άδικο. Και ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μήπως κι εμείς την πατήσουμε και δεν αντεπεξέλθουμε στις προσδοκίες που συνοδεύουν πάντα τους νέους.
            Συγχωρέστε μου την κατήφεια αλλά και η κατάσταση δε βοηθά. Σα νέοι έχουμε και μεγάλη αισιοδοξία και πίστη για ένα ομορφότερο αύριο, που πηγάζει από την ενέργεια και την ανάγκη μας για δημιουργία. Αλλά κάποιες φορές παραπατάμε και πέφτουμε κι εμείς προσπαθώντας να βρούμε φως. Αλλά ναι, πρέπει να προσπαθούμε να βλέπουμε τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Είμαστε ζωντανοί. Μπορούμε να βγούμε ελεύθερα από το σπίτι μας και δε φοβόμαστε μήπως πέσει καμιά βόμβα και δε γυρίσουμε. Είμαστε εδώ. Και κάπως θα τα φτιάξουμε όλα. Ο μεγαλύτερος αγώνας είναι, άλλωστε, να φτιάξει κανείς τον εαυτό του. Κι έπειτα να βοηθήσει τους άλλους.


Καλή φώτιση για την Κυριακή. Μα, κυρίως, καλή δύναμη για τη Δευτέρα.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Το τίμημα.



                        Πού, στο καλό, πάμε και τί ψάχνουμε;
                        Φάρος πουθενά να μας δείξει το δρόμο.
                        Σημάδι κανένα, να μάθουμε αν τραβήξαμε σωστά.
                        Πού πάμε και τί θέλουμε;
                        Υφαίνουμε της ψυχής μας το δέρμα και το σκληραίνουμε, να μην πονά.
                        Σπάμε τις σιωπές μας με δάκρυα, να λυτρωθούν οι εσωτερικές κραυγές.
                        Αργοπεθαίνουμε στις γωνίες του μυαλού κι ανασταινόμαστε για να πεθάνουμε ξανά.
                        Δε χωράμε πια μέσα μας. Αφιλόξενο το σώμα.
                        Και το έξω έγινε πόνος και πληγή.
                        Κι όταν έρχεται η νύχτα, πλημμυρίζουμε αδιέξοδα.

                        Πού πάμε και τί ψάχνουμε;
                        Αξίζει τέτοιο τίμημα η ευαισθησία;

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Οι σκέψεις.



                                                     Μικρά κουτιά,
                                                     σκονισμένα, οι σκέψεις.
                                                     Σκοτεινά.
                                                     Σα μαύρες τρύπες μας ρουφάνε.
                                                     Κελιά. Μας καταδιώκουν.

                                                     Τρυπάνε το κρανίο μας.
                                                     Να βγουν χτυπάνε.
                                                     Μα δε βρίσκουν έξοδο.
                                                     Τις θέλουμε σε τάξη εντός μας.

                                                     Τις βάζουμε τη μια διπλά στην άλλη.
                                                     Προσεχτικά.
                                                     Μα μπλέκονται ξανά.
                                                     Κουβάρι από άγχη.
  
                                                     Μικρά κουτιά,
                                                     στενά, οι σκέψεις.
                                                     Ασφυκτικά.
                                                     Σα μεγάλες σκιές μας στριμώχνουν.
                                                     Μας παίρνουν τ’ οξυγόνο.
                                                   
                                                     Τί θα ‘μασταν χωρίς αυτές;
                                                     Ευτυχισμένοι άλλοι.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Κάποτε.




                         Κάποτε είχες πει πως θα φτάναμε στην άκρη του κόσμου. Μαζί.
                         Ήμασταν στη θάλασσα. Τραπέζι στα βότσαλα. Δύση.
                         Ο ήλιος περνούσε μέσα απ’ το ποτήρι σου. Φυσούσε αεράκι.
                         Μόνοι. Για μια άχρονη στιγμή.

                         Κάποτε είχα πει πως θα πάω ένα βήμα παρακάτω. Μέσα μου.
                         Πως θα κάνω το άλμα. Πως θα σπάσω το φόβο και θα ζήσω.
                         Πως θα λιώσω τη σιωπή. Εγώ.
                         Θα άλλαζα τον κόσμο.


                         Μια απόφαση ζωής να παίρναμε και να την κρατούσαμε.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...